αμαξιάτικα

αμαξιάτικα
τα плата за перевозку, стоимость перевозки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμαξιάτικα" в других словарях:

  • αμαξιάτικα — τα τα χρήματα που πληρώνει κανείς για μια μεταφορά με άμαξα, τα αγωγιάτικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι και παραγ. κατάλ. ιάτικα (πρβλ. αγωγιάτικα, καριάτικα, λιμανιάτικα κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • αμαξιάτικο, το — και συνήθως στον πληθ., αμαξιάτικα το αγώι της άμαξας: Καβγάδισαν για το ποιος θα πληρωθεί τα αμαξιάτικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαξαγώγιο — το η αμοιβή ή τα έξοδα μεταφοράς με άμαξα, τα αμαξιάτικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαξα + αγώγιο] …   Dictionary of Greek

  • αμπελιάτικα — τα 1. ο (καταργημένος) γεωργικός φόρος τής αμπέλου 2. η αμοιβή τού αμπελοφύλακα 3. η δαπάνη για την καλλιέργεια τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κατάλ. ιάτικα «χρήματα, αμοιβή για...» (πρβλ. αμαξιάτικα, λιμανιάτικα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • καριάτικα — και καρριάτικα, τα [κάρο] αμοιβή για μεταφορά με κάρο, αμαξιάτικα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»